ἐσφαλμένως
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
Adv., (σφάλλω) erringly, amiss, AP15.38 (Cometas), Sch.Th.1.140.
German (Pape)
[Seite 1045] (σφάλλω), fehlerhaft, unwissend, Schol. Thuc. 1, 140, = ἀμαθῶς, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière fautive ou erronée.
Étymologie: ἐσφαλμένος, part. pf. Pass. de σφάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐσφαλμένως: неправильно, ошибочно Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσφαλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ὡς καὶ νῦν, κατὰ λάθος, κακῶς, Ἀνθ. Π. 15. 38.
Greek Monotonic
ἐσφαλμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ., κατά λάθος, λανθασμένα, σε Ανθ.