ὑπέρδεινος

From LSJ
Revision as of 21:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδεινος Medium diacritics: ὑπέρδεινος Low diacritics: υπέρδεινος Capitals: ΥΠΕΡΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: hypérdeinos Transliteration B: hyperdeinos Transliteration C: yperdeinos Beta Code: u(pe/rdeinos

English (LSJ)

ον, A exceedingly alarming or dangerous, τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111; very hard, Luc.Tim.13. 2 very able, ῥήτωρ Poll.4.20; ὑ. εἰπεῖν D.Chr.46.7.

German (Pape)

[Seite 1193] übermäßig furchtbar, gewaltig, gefährlich; τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Dem. 21, 111; Luc. Tim. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extraordinairement effrayant.
Étymologie: ὑπέρ, δεινός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρδεινος: чрезвычайно страшный, ужасный (τὸ πρᾶγμα Dem., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδεινος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν δεινός, φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) λίαν δεινός, ἱκανώτατος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ φοβερός
2. πάρα πολύ επικίνδυνος
3. πάρα πολύ επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + δεινός «φοβερός, τρομερός»].

Greek Monotonic

ὑπέρδεινος: -ον, υπερβολικά τρομακτικός, ανησυχητικός, σε Δημ., Λουκ.

Middle Liddell

ὑπέρ-δεινος, ον,
exceeding alarming, Dem., Luc.