ὑπερδιατείνομαι
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
German (Pape)
[Seite 1194] med., sich über die Maaßen anspannen, anstrengen; Dem. 25, 1; Luc. Hermot. 26.
French (Bailly abrégé)
faire les plus grands efforts.
Étymologie: ὑπέρ, διατείνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερδιατείνομαι: напрягаться изо всех сил, всячески стараться, упорствовать Dem., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερδιατείνομαι: διατείνομαι, ἀγωνίζομαι ὑπερμέτρως, Δημ. 770. 4, ὑπερδιατεινόμενος κύριον ποιῆσαι τὸν νόμον 501, 3, Λουκ. Ἑρμότ. 25, κλπ.
Greek Monotonic
ὑπερδιατείνομαι: Παθ., πασχίζω, μοχθώ, κοπιάζω υπέρμετρα, σε Δημ., Λουκ.