παράκουσμα

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκουσμα Medium diacritics: παράκουσμα Low diacritics: παράκουσμα Capitals: ΠΑΡΑΚΟΥΣΜΑ
Transliteration A: parákousma Transliteration B: parakousma Transliteration C: parakousma Beta Code: para/kousma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A thing heard amiss, false notion, Pl.Ep.338d (pl.), etc.; false story or report, Str.7.5.9 (pl.); ἐκ παρακούσματος or παρακουσμάτων D.H.9.22, J.Ap.1.8; equivocation, Περιπατητικῶν π. Jul.Caes.330c.
II in plural, defects of hearing, Gal. 7.108.

German (Pape)

[Seite 485] τό, das Verhörte, falsch Gehörte, falsch Verstandene, Sp., vgl. D. Hal. 9, 22, οὔτ' ἀληθὲς ὄν, οὔτε πιθανόν, ἐκ παρακούσματος δέ τινος πεπλασμένον ὑπὸ τοῦ πλήθους. – Bei Plat. Ep. VII, 338 d 340 b scheint es das nebenbei Gehörte oder geradezu das Gehörte zu sein, wie bei Iulian. Caes. 26, 6 περιπατητικῶν παρακουσμάτων γέμων die Lehrsätze der Peripatetiker bedeutet.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chose mal entendue ou mal comprise.
Étymologie: παρακούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράκουσμα -ατος, τό [παρακούω] wat verkeerd begrepen is:. παρακουσμάτων... ἔμμεστοι τῶν κατὰ φιλοσοφίαν lieden die vol zitten met verkeerd begrepen filosofische ideeën Plat. Epist. 338d.

Russian (Dvoretsky)

παράκουσμα: ατος τό услышанное краем уха, вскользь (мимоходом) подслушанное: παρακουσμάτων τινῶν ἔμμεστοι τῶν κατὰ φιλοσοφίαν Plat. нахватавшиеся понаслышке философских знаний.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΑ παρακούω
λαθεμένη ακουστική αντίληψη, εσφαλμένο άκουσμα
αρχ.
1. ψεύτικη διήγηση
2. (για φιλοσ. δοξασίες) αμφίβολος λόγος
3. στον πληθ. τὰ παρακούσματα
οι παρανοήσεις που οφείλονται σε ελαττωματική ακοή.

Greek Monotonic

παράκουσμα: -ατος, τό, ψεύτικη ιστορία, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

παράκουσμα: τό, πρᾶγμα κακῶς ἀκουσθέν, ἐσφαλμένη ἀντίληψις, σφάλμα, Πλάτ. Ἐπιστ. 338D, 340Β, κτλ.· ψευδὴς διήγησις, Στράβ. 317· ἐκ παρακούσματος, κατὰ παρανόησιν, Διον. Ἁλ. 9. 22. Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 8· μάλιστα ἐπὶ φιλοσοφικῶν δοξασιῶν, γέμων περιπατητικῶν παρακρουσμάτων Ἰουλιαν. 330C.

Middle Liddell

παράκουσμα, ατος, τό,
a false story, Strab. [from παρακούω