παμφάρμακος
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
ον, skilled in all charms or drugs, of Medea, Pi.P.4.233.
German (Pape)
[Seite 455] ξείνα, ἡ, heißt Medea, Pind. P. 4, 233, aller Zauberkünste kundig.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui connaît ou manie tous les poisons.
Étymologie: πᾶν, φάρμακον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμφάρμακος -ον [πᾶς, φάρμακον] bekwaam met alle tovermiddelen.
Russian (Dvoretsky)
παμφάρμᾰκος: знакомый со всеми (волшебными) снадобьями (ξείνα, т. е. Μήδεια Pind.).
English (Slater)
παμφάρμᾰκος all powerful in magic παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς i. e. of Medea (P. 4.233)
Greek Monolingual
παμφάρμακος, -ον (Α)
έμπειρος σε κάθε είδος μαγικού φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φάρμακον.
Greek Monotonic
παμφάρμᾰκος: -ον, έμπειρος σε όλα τα είδη των μαγικών ή των φαρμάκων, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
παμφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἔμπειρος εἰς πάντα τὰ εἴδη τῶν μαγικῶν φαρμάκων, ἐπὶ τῆς Μηδείας, Πινδ. Π. 4. 415.
Middle Liddell
παμ-φάρμᾰκος, ον,
skilled in all charms or drugs, Pind.