πάναισχρος

From LSJ
Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναισχρος Medium diacritics: πάναισχρος Low diacritics: πάναισχρος Capitals: ΠΑΝΑΙΣΧΡΟΣ
Transliteration A: pánaischros Transliteration B: panaischros Transliteration C: panaischros Beta Code: pa/naisxros

English (LSJ)

ον, = παναίσχης, D.Chr.31.35, Ptol.Tetr.172: Sup., παναισχίστη τέρψις AP6.163 (Mel.). Adv. -ρως Plb.4.58.11, Tz.H. 6.44.

German (Pape)

[Seite 456] ganz häßlich, schändlich, B. A. 60; Sp.; superl., παναισχίστην τέρψιν, Mel. 115 (VI, 163).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάναισχρος -ον [πᾶς, αἰσχρός] superl. παναίσχιστος, allerschandaligst.

Russian (Dvoretsky)

πάναισχρος: глубоко постыдный, позорнейший Anth.

Greek Monolingual

πάναισχρος, -ον (Α)
1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης
2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος.
επίρρ...
παναίσχρως (ΑΜ)
αισχρότατα, αναίσχυντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσχρός.

Greek Monotonic

πάναισχρος: -ον, = παναισχής· υπερθ. -αίσχιστος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πάναισχρος: -ον, ὁ πάνυ αἰσχρός, ὥστε πάναισχρον (τὸ πρᾶγμα) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη τέρψις Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πάνυ αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45.

Middle Liddell

πάν-αισχρος, ον, = παναισχής; Sup. -αίσχιστος Anth.]