συναμιλλάομαι
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Med., contend or struggle together, E.HF1206 (lyr., συναμιλλαταί 'rivals' Murray), Plu.2.786f.
German (Pape)
[Seite 999] dep. pass., mit Andern zugleich wetteifern; Eur. Herc. Fur. 1205; Plut. an seni 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
lutter ensemble.
Étymologie: σύν, ἁμιλλάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾰμιλλάομαι samen met (...) wedijveren. Eur. HF 1205 (tekst onzeker).
Russian (Dvoretsky)
συνᾰμιλλάομαι: состязаться, соревноваться Plut.
Greek Monotonic
συνᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διαγωνίζομαι ή αμιλλώμαι, μάχομαι μαζί με, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰμιλλάομαι: ἀποθ., ἁμιλλῶμαι, ἢ ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, δακρύοις συναμιλλᾶται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1205 (ἔνθα ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ δακρύοισιν ἁμιλλᾶται), ἴδε σημ. Paley, Πλούτ. 2. 786Ε.