συναμιλλάομαι Search Google

From LSJ
Revision as of 11:13, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

Med., contend or struggle together, E.HF1206 (lyr., συναμιλλαταί 'rivals' Murray), Plu.2.786f.

German (Pape)

[Seite 999] dep. pass., mit Andern zugleich wetteifern; Eur. Herc. Fur. 1205; Plut. an seni 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
lutter ensemble.
Étymologie: σύν, ἁμιλλάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰμιλλάομαι samen met (...) wedijveren. Eur. HF 1205 (tekst onzeker).

Russian (Dvoretsky)

συνᾰμιλλάομαι: состязаться, соревноваться Plut.

Greek Monotonic

συνᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διαγωνίζομαι ή αμιλλώμαι, μάχομαι μαζί με, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰμιλλάομαι: ἀποθ., ἁμιλλῶμαι, ἢ ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, δακρύοις συναμιλλᾶται Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1205 (ἔνθα ὁ Ἕρμαν. διορθοῖ δακρύοισιν ἁμιλλᾶται), ἴδε σημ. Paley, Πλούτ. 2. 786Ε.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to contend or struggle together, Eur.