διαιτητήριον
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
τό, (δίαιτα 11.1) in plural, dwelling-rooms, X.Oec.9.4: sg., dwelling-place, Procop.Aed.1.9.
Spanish (DGE)
-ου, τό
plu. habitaciones donde se hace la vida, X.Oec.9.4
•sg. residencia, morada Procop.Aed.1.9.9, Sud.
German (Pape)
[Seite 580] τό, Wohnstube, Xen. Oec. 9, 4.
Russian (Dvoretsky)
διαιτητήριον: τό жилая комната Xen.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαιτητήριον: τό, (δίαιτα Ι. 2) κατὰ πληθ., τὰ πρὸς οἴκησιν δωμάτια οἰκίας τινός, Ξεν. Οἰκ. 9, 4.
Greek Monolingual
διαιτητήριον, το (AM) δίαιτα
1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας
2. ενδιαίτημα, κατοικία.
Greek Monotonic
δῐαιτητήριον: τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.
Middle Liddell
δῐαιτητήριον, ου, τό, δίαιτα I. 2]
in pl. the dwelling rooms of a house, Xen.