διαιτητήριον

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτητήριον Medium diacritics: διαιτητήριον Low diacritics: διαιτητήριον Capitals: ΔΙΑΙΤΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: diaitētḗrion Transliteration B: diaitētērion Transliteration C: diaititirion Beta Code: diaithth/rion

English (LSJ)

τό, (δίαιτα 11.1) in plural, dwelling-rooms, X.Oec.9.4: sg., dwelling-place, Procop.Aed.1.9.

Spanish (DGE)

-ου, τό
plu. habitaciones donde se hace la vida, X.Oec.9.4
sg. residencia, morada Procop.Aed.1.9.9, Sud.

German (Pape)

[Seite 580] τό, Wohnstube, Xen. Oec. 9, 4.

Russian (Dvoretsky)

διαιτητήριον: τό жилая комната Xen.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητήριον: τό, (δίαιτα Ι. 2) κατὰ πληθ., τὰ πρὸς οἴκησιν δωμάτια οἰκίας τινός, Ξεν. Οἰκ. 9, 4.

Greek Monolingual

διαιτητήριον, το (AM) δίαιτα
1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας
2. ενδιαίτημα, κατοικία.

Greek Monotonic

δῐαιτητήριον: τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.

Middle Liddell

δῐαιτητήριον, ου, τό, δίαιτα I. 2]
in pl. the dwelling rooms of a house, Xen.