εἰσαγωγικός

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰγωγικός Medium diacritics: εἰσαγωγικός Low diacritics: εισαγωγικός Capitals: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: eisagōgikós Transliteration B: eisagōgikos Transliteration C: eisagogikos Beta Code: ei)sagwgiko/s

English (LSJ)

εἰσαγωγική, εἰσαγωγικόν,
A of or for importation, τέλη import duties, opp. ἐξαγωγικά, Str.17.1.13.
II introductory, elementary, συλλογισμοί Chrysipp.Stoic.2.7, Ptol. Tetr.16, etc. Adv. εἰσαγωγικῶς Papp. adApollon.Perg.Con.Prooem.5: Comp. εἰσαγωγικώτερον Ph.Fr.8H.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1relativo a la importación τέλη ... τὰ μὲν εἰσαγωγικά, τὰ δὲ ἐξαγωγικά Str.17.1.13.
2 isagógico, introductorio, elemental βιβλία Gal.19.12, ποιησώμεθα ... τὸν λόγον κατὰ τὸν εἰσαγωγικὸν τρόπον Ptol.Tetr.1.3.20, Περὶ συλλογισμῶν εἰσαγωγικῶν tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.195, de otra obra del mismo Εἰσαγωγικὴ περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν Πραγματεία Ath.464d, cf. Gal.18(2).926, στοιχειωδέστατον γὰρ τοῦτο καὶ εἰσαγωγικόν Porph.in Cat.56.28, διδασκαλίαι Eus.DE 7.1 (p.311.31).
II adv. -ῶς elementalmente, de manera elemental τοῦτο ... εἰ. ... ἐκλαβεῖν δεῖ Didym.in Ps.69.4, cf. M.39.1632A.

German (Pape)

[Seite 740] ή, όν, zur Einleitung gehörig, K. S.

Russian (Dvoretsky)

εἰσᾰγωγικός: вступительный, вводный или подготовительный (συλλογισμοί Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὡρισμένος διὰ τὴν εἰσαγωγήν, εἰσαγωγικὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τῶν εἰσαγομένων φόροι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐξαγωγικά, Στράβων 798. ΙΙ. εἰσαγωγικός, στοιχειώδης, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰσαγωγικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά
σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα
2. φρ. α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για εισαγωγή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα
β) «εισαγωγικός βαθμός» — ο ιεραρχικός βαθμός εισόδου, με τον οποίο αρχίζει υπάλληλος τη σταδιοδρομία του
μσν.
ο εισαγωγικός
α) αρχάριος
β) δόκιμος μοναχός
αρχ.
στοιχειώδης.