ναυσικλυτός

From LSJ
Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσικλῠτός Medium diacritics: ναυσικλυτός Low diacritics: ναυσικλυτός Capitals: ΝΑΥΣΙΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: nausiklytós Transliteration B: nausiklytos Transliteration C: nafsiklytos Beta Code: nausikluto/s

English (LSJ)

ναυσικλυτόν, = ναυσικλειτός (famed for ships, famous by sea), Φαίηκες, Φοίνικες, Od. 7.39, 15.415 ; fem. ναυσικλυτάν Pi. N. 5.9.

German (Pape)

[Seite 232] = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. ναυσικλειτός.
Étymologie: ναῦς, κλύω.

Russian (Dvoretsky)

ναυσικλῠτός: Hom., Pind. = ναυσικλειτός.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσικλῠτός: -όν, = τῷ προηγ., ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Η. 39· τῶν Φοινίκων, Ο. 415· θηλ. ναυσικλυτάν, Πινδ. Ν. 5. 16.

English (Autenrieth)

= ναυσικλειτός, pl., epithet of the Phaeacians and the Phoenicians, Od. 15.415.

English (Slater)

ναυσικλῠτός, -ά, -όν famed for its ships τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (Αἴγιναν) (N. 5.9) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1)

Greek Monolingual

ναυσικλυτός, -όν (Α)
ναυσικλειτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + κλυτός «ένδοξος»].

Greek Monotonic

ναυσικλῠτός: -όν = το προηγ., επίθ. για τους Φαίακες, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ναυσι-κλῠτός, όν = ναυσῐπέρᾱτος, epithet of the Phaeacians, Od.]