τερατωπός

From LSJ
Revision as of 11:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτωπός Medium diacritics: τερατωπός Low diacritics: τερατωπός Capitals: ΤΕΡΑΤΩΠΟΣ
Transliteration A: teratōpós Transliteration B: teratōpos Transliteration C: teratopos Beta Code: teratwpo/s

English (LSJ)

όν, marvellous-looking, τ. ἰδέσθαι h.Pan.36.

German (Pape)

[Seite 1093] mit wunderbarem od. widernatürlichem Gesicht, wunderbar anzusehen, H. h. l 8. 36.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d'un aspect merveilleux ou prodigieux.
Étymologie: τέρας, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτωπός: изумительного вида, поразительный: τ. ἰδέσθαι HH странный на вид.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτωπός: -όν, ὁ θαυμαστὸς φαινόμενος, τ. ἰδέσθαι Ὁμ. Ὕμν. 18. 36.

Greek Monolingual

-όν, Α
(ποιητ. τ.) τερατώδης όψη, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. χαρωπός].

Greek Monotonic

τερᾰτωπός: -όν (ὤψ), αυτός που δείχνει θαυμάσιος στην όψη, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

τερᾰτ-ωπός, όν [ὤψ]
marvellous-looking, Hhymn.