ἀδιόρθωτος

From LSJ
Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιόρθωτος Medium diacritics: ἀδιόρθωτος Low diacritics: αδιόρθωτος Capitals: ΑΔΙΟΡΘΩΤΟΣ
Transliteration A: adiórthōtos Transliteration B: adiorthōtos Transliteration C: adiorthotos Beta Code: a)dio/rqwtos

English (LSJ)

ον, A not corrected, not set right, D.4.36:—of books, unrevised, Cic.Att.13.21a.1. II irremediable, ὁρμή D.S.37.3; δουλεία App.BC3.90, cf. D.L.5.66; ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν D.H.6.20. Adv. -τως D.S.29.25.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no preparado τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36
de libros no corregido Cic.Att.327.1, Anon.Prol.24.14
no enmendado ἀβουλία Gr.Nyss.M.46.81B
de pers. no reformado Chrys.M.61.420.
2 que no puede ser arreglado, irremediable, incorregible ὁρμή D.S.37.3, δουλεία App.BC 3.90, ἁμαρτία D.C.69.4.5, ἀργία D.L.5.66, cf. Gloss.2.218
neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.
II adv.
1 neutr. plu. como adv. sin corregir τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa D.L.10.27.
2 adv. -ως erróneamente ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512
irremediablemente τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non redressé, non corrigé.
Étymologie: , διορθόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιόρθωτος:
1) не приведенный в порядок, неупорядоченный Dem.;
2) неисправимый Diog. L.;
3) непроверенный, неотредактированный Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιόρθωτος: -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. διορθωτής. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, ἀδιόρθωτος, ἀνεπανόρθωτος, δουλεία, Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.

Greek Monotonic

ἀδιόρθωτος: -ον (διορθόω), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. διορθωτής.

Middle Liddell

διορθόω, cf. διορθωτής.]
not corrected, not set right, Dem.:—of books, unrevised, Cic.

German (Pape)

unordentlich, neben ἄτακτα, ἀόριστα Dem. 4.36; unverbesserlich, Dion.Hal. 6.20; ἀδιόρθωτον ἐᾶν, unverbessert lassen, Strab.; bes. von Büchern: unverbessert, Sp., z.B. St.B. v. Γεδρωσία.
• Adv., DS