ἀθαμβής
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
ές, fearless, unabashed, ἔρος, ὕβρις, σῶμα, Ibyc.1.9, B.14.58, Phryn.Trag.2; σκότου Plu.Lyc.16.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no tiene miedo, impávido ἔρος Ibyc.5.11, c. gen. ἀ. σκότου que no teme a la oscuridad Plu.Lyc.16
•desvergonzado, descarado ὕβρις B.15.58, σῶμα Phryn.Trag.2
•intrépido κριός Lyc.558, cf. Clem.Al.Strom.5.4.19, Phot.α 451, Sud.
2 que no produce sorpresa, verosímil μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.1.51.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne s'étonne pas, sans crainte ; ἀθαμβής τινος PLUT sans crainte devant qch.
Étymologie: ἀ, θάμβος.
Russian (Dvoretsky)
ἀθαμβής: неустрашимый, бесстрашный (Ἔρως Anth. - v.l. ἀταρβής): ἀ. τινος Plut. не боящийся чего-либо.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθαμβής: -ές, ἄφοβος, Ἴβυκ. 1, Φρύν. Τραγ. παρ’ Ἡσύχ.· σκότου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16.
Greek Monotonic
ἀθαμβής: -ές (θάμβος), άφοβος, ατρόμητος, σε Ίβυκο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
German (Pape)
ές, nicht staunend, furchtlos, ἔρως Mel. 91 (V.177); σκότου Plut. Lyc. 16.