ἐπισυμμαχία
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἡ, alliance against a common enemy, Philipp. ap. D.12.7 codd. (leg. ἐπιμαχία).
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, ein Schutz- u. Trutzbündniß gegen einen gemeinsamen Feind, Dem. 12, 7 (epist. Phil.); Xen. Cyr. 3, 2, 23, v.l.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
]alliance offensive et défensive.
Étymologie: ἐπί, συμμαχία.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυμμαχία: ἡ оборонительно-наступательный союз, коалиция (Dem.; Xen. - v.l. к ἐπιμαχία).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμμᾰχία: ἡ, συμμαχία ἐναντίον κοινοῦ ἐχθροῦ, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 160. 13.
Greek Monolingual
ἐπισυμμαχία, ἡ (Α)
συμμαχία εναντίον κοινού εχθρού.