ἔνεδρον
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
English (LSJ)
τό, A = ἐνέδρα 1, LXXJo. 8.2, 12, al. II hindrance, obstruction, POxy.892.11 (iv A.D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 trampa, emboscada τὸ ἔ. αὐτοῦ ἐκάθητο ἐν τῷ ταμιείῳ LXX Id.16.9, κατάστησον δὲ σεαυτῷ ἔνεδρα τῇ πόλει LXX Io.8.2
•c. gen. subjet. asechanza, ataque por sorpresa ἐκωλύθη ... τὸ ἔ. τῶν θηρίων Vit.Prophet.10.1.
2 trampa, insidia, engaño ἐξ ἐνέδρου arteramente LXX Nu.35.20, τὰ ... κατὰ τῶν νεωτέρων ἔνεδρα Ath.Al.V.Anton.5.3, cf. Basil.M.30.816B.
3 traba, obstáculo, dilación intencionada con ánimo de fraude εἰς τὸ μηδὲν ἔ. γενέσθαι POxy.892.11 (IV d.C.), glos. a ἐγκοπή Hsch.
German (Pape)
[Seite 836] τό, = ἐνέδρα, LXX., auch v.l. Act. Ap. 23, 16.
Russian (Dvoretsky)
ἔνεδρον: τό NT = ἐνέδρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνεδρον: τό, = ἐνέδρα ΙΙ, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Η΄, 2, 12) κ. ἀλλ.
English (Strong)
neuter of the same as ἐνέδρα; an ambush, i.e. (figuratively) murderous design: lying in wait.
English (Thayer)
ἐνέδρου, τό, equivalent to ἔνεδρα, a lying in wait, an ambush: st (the Sept.; 1 Maccabees 9:40, etc.; not found in secular authors.)
Greek Monolingual
ἔνεδρον, το (AM)
ενέδρα
μσν.
δόλος, πλεκτάνη
αρχ.
εμπόδιο, κώλυμα.
Chinese
原文音譯:œnedron 恩-誒得朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-安頓妥
字義溯源:伏兵,陰謀,埋伏;源自(ἐνέδρα)=埋伏);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成;而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 埋伏(1) 徒23:16