ὀξύκομος

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκομος Medium diacritics: ὀξύκομος Low diacritics: οξύκομος Capitals: ΟΞΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: oxýkomos Transliteration B: oxykomos Transliteration C: oksykomos Beta Code: o)cu/komos

English (LSJ)

ον, with pointed hair, of the porcupine, Opp.C.2.599; of a stag, ib.194; of a pine, App.Anth.5.46; with pointed spines, of a fish, Marc.Sid.21.

German (Pape)

[Seite 353] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, πεύκη, Ep. ad. 291 a (App. 129).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert de piquants (hérisson);
2 aux feuilles aiguës (pin).
Étymologie: ὀξύς, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύκομος: с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей (πεύκη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύκομος: -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, αὐτόθι 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129.

Greek Monolingual

ὀξύκομος, -ον (Α)
1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια
2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα
3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια
4. (σχετικά με το πεύκο) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσόκομος].

Greek Monotonic

ὀξύκομος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρό φύλλωμα, λέγεται για πεύκο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀξύ-κομος, ον,
with pointed leaves, of a pine, Anth.