Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόστοιχος

From LSJ
Revision as of 16:57, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόστοιχος Medium diacritics: ὁμόστοιχος Low diacritics: ομόστοιχος Capitals: ΟΜΟΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: homóstoichos Transliteration B: homostoichos Transliteration C: omostoichos Beta Code: o(mo/stoixos

English (LSJ)

ον, in the same line or rank with, τινι Thphr.CP6.6.3, Jul. Or.5.163c, Dam.Pr.312; v.l. for ὁμότοιχος (q.v.) in Plu.2.503d.

German (Pape)

[Seite 340] = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ ὁμόστοιχοςὀργή, Plut. de garrul. 4. Vgl. aber ὁμότοιχος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόστοιχος: совместно идущий, т. е. сходный (μανίᾳ ὁ. ἡ ὀργή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόστοιχος: -ον, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ γραμμῇ ἢ τάξει μετά τινος ὤν, τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 3, Ἐκκλ.· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε -στιχος. -Ἐπίρρ. ὁμοστίχως, Λεόντ. Μον. 641Α,

Greek Monolingual

ὁμόστοιχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια γραμμή ή στην ίδια τάξη με άλλον
2. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στην ίδια κατηγορία με άλλον, ισότιμος, ισόβαθμος.
επίρρ...
ὁμοστοίχως (ΑΜ)
1. κατά την ίδια σειρά, κατά την ίδια τάξη
2. σύμφωνα με..., σε συμφωνία με...
3. του ίδιου είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στοῖχος «γραμμή, σειρά» (πρβλ. πολύστοιχος)].