ὑπόπετρος

From LSJ
Revision as of 19:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπετρος Medium diacritics: ὑπόπετρος Low diacritics: υπόπετρος Capitals: ΥΠΟΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: hypópetros Transliteration B: hypopetros Transliteration C: ypopetros Beta Code: u(po/petros

English (LSJ)

ον, rocky, γῆ Hdt.2.12, Thphr.CP3.20.5, PTeb.72.14 (ii B. C.), cf. Str.16.2.36; χωρία Dsc.4.33.

German (Pape)

[Seite 1228] unten felsig od. steinig, mit steinigem Boden, Her. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pierreux en dessous, dont le sol est pierreux.
Étymologie: ὑπό, πέτρα.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπετρος: внизу или немного каменистый (γῆ Her.; τόποι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπετρος: -ον, ὑπόλιθος, ὀλίγον πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 2. 12, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 5, Στράβ. 761.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έδαφος, για γη) ο κάπως πετρώδης («τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῦσαν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -πετρος (< πέτρα), πρβλ. περί-πετρος].

Greek Monotonic

ὑπόπετρος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὑπό-πετρος, ον,
somewhat rocky, Hdt.