ρώομαι

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

Α
(επικ.τ.) (αποθ.)
1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.)
2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις
3. (για μαλλιά) κυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, η λ. συνδέεται με τα ῥώμη, ῥώννυμι (βλ. λ. ῥώννυμι). Αντίθετα, η άποψη ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ῥω- του ῥεω (πρβλ. πλώω: πλέω) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Mantoulidis Etymological

(=ὁρμῶ). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: ὁρμή, ἐρύω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ρώννυμι.