κρυψίνους

From LSJ
Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψίνους Medium diacritics: κρυψίνους Low diacritics: κρυψίνους Capitals: ΚΡΥΨΙΝΟΥΣ
Transliteration A: krypsínous Transliteration B: krypsinous Transliteration C: krypsinous Beta Code: kruyi/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κρυψίνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κρυψίνοος.

Greek Monolingual

-ουν (AM κρυψίνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του
2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.).
επίρρ...
κρυψίνως (Α)
ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + νοῦς (πρβλ. κακό-νους, κουφό-νους)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [κρύψις, νοῦς] die zijn ware gedachten verborgen houdt.

Middle Liddell

κρυψί-νους, ουν
hiding one's thoughts, dissembling, Xen.

English (Woodhouse)

reticent, secretive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κρύβει τούς στοχασμούς του). Ἀπό τό κρύπτω + νοῦς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρύπτω.

German (Pape)

zusammengezogen st. κρυψίνοος.