ἄσεπτος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἄσεπτον, unholy, τὰ ἄσεπτα S.OT890 (lyr.); Πρωτέως ἀσέπτου παιδός E.Hel.542, cf. Pae.Delph.22.
Spanish (DGE)
-ον
1 que comete impiedad, impío Πρωτέως ... παῖς E.Hel.542, Ἄρης Pae.Delph.22
•subst. ὁ ἄ. el impío E.Ba.890.
2 que comporta impiedad, sacrílego θοῖναι Lyc.1200
•subst. τὸ ἄσεπτον la impiedad E.IA 1092, τὰ ἄσεπτα sacrilegios S.OT 890.
German (Pape)
[Seite 369] = ἀσεβής, Soph. O. R. 890; Eur. Bacch. 888 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀσεβής.
Étymologie: ἀ, σέβω.
Greek Monolingual
ἄσεπτος, -ον (Α)
ο ασεβής, ο ανίερος.
Greek Monotonic
ἄσεπτος: -ον (σέβω), ανόσιος, βέβηλος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσεπτος: Soph., Eur. = ἀσεβής.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀσεβής, ἀνίερος). Ἀπό τό α στερητ. + σέβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.