δρακόντειος

From LSJ
Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκόντειος Medium diacritics: δρακόντειος Low diacritics: δρακόντειος Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΕΙΟΣ
Transliteration A: drakónteios Transliteration B: drakonteios Transliteration C: drakonteios Beta Code: drako/nteios

English (LSJ)

ον, of a dragon, κρημνοί E.Ph.1315; νῶτα AP12.257 (Mel.); δειραί APl.4.90; πούς Luc.Philops.4.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [tard. frec. -ος, -α, -ον
1 del dragón, dragontino κρημνῶν ἐκ δρακοντείων = de los montes del dragón en Tebas, E.Ph.1315, ἅρμα δρακοντείοισιν ὑποζεύξασα χαλινοῖς Deméter, Orph.H.40.14, πούς ref. a Hécate, Luc.Philops.24, ὀστέα Hld.10.26.2, δειραί AP 16.90, κεφαλὴν ... δρακοντείαν ... μέγεθος οὖσαν ταύρου ... κατὰ κεφαλήν Dam.Isid.140, cf. Ath.Al.M.27.336D
de serpiente, serpentino καμφθεῖσα δρακοντείοις ἴσα νώτοις AP 12.257 (Mel.), αἷμα PMag.4.2004, ἐθείρη Nonn.D.2.612, cf. Eun.Hist.42.53.
2 subst. ἡ δρακοντεία, v. δρακοντία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de dragon;
2 habité par des dragons.
Étymologie: δράκων.

Russian (Dvoretsky)

δρᾰκόντειος:
1) драконий, змеиный (νῶτα Anth.);
2) змеевидный (Ἐκάτης πούς Luc.);
3) обитаемый драконами или змеями (κρημνοί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκόντειος: -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δρακόντειος, -ον
Μ και δρακόντεος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο
2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα
νεοελλ.
1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι»)
2. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό του δράκοντα
3. φρ. α) αστρον. «δρακόντειος μήνας» ή «δρακόντεια περίοδος» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διελεύσεων της σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμο
β) «δρακόντειο αίμα» — ρητινώδης, ερυθρωπός χυμός δέντρων της Ινδικής.

Greek Monotonic

δρᾰκόντειος: -ον (δράκων), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

δρᾰκόντειος, ον adj δράκων
of a dragon, Eur., Anth.

Léxico de magia

-ον de serpiente τὸ δὲ μέλαν· αἷμα δρακόντειον καὶ αἰθάλη χρυσοχοϊκή la tinta: sangre de serpiente y polvo de orfebre P IV 2004 ἐπάκουσόν μοι, ... ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν δρακοντείων θεῶν escúchame tú, el que está sentado sobre los dioses con aspecto de serpiente P XXIIb 12

German (Pape)

vom Drachen, drachenartig; κρημνῶν Eur. Phoen. 1515; νῶτα, Schlangenrücken, Mel. 129 (XII.557); ποας Luc. Philops. 24.