συμφώνησις

From LSJ
Revision as of 13:42, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφώνησις Medium diacritics: συμφώνησις Low diacritics: συμφώνησις Capitals: ΣΥΜΦΩΝΗΣΙΣ
Transliteration A: symphṓnēsis Transliteration B: symphōnēsis Transliteration C: symfonisis Beta Code: sumfw/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A agreement, 2 Ep.Cor.6.15. II = συνίζησις, An.Ox.4.326.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, das Zusammenstimmen, die Übereinstimmung, Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφώνησις -εως, ἡ [συμφωνέω] overeenstemming, overeenkomst.

Russian (Dvoretsky)

συμφώνησις: εως ἡ соглашение, согласие (τινι πρός τινα NT).

English (Strong)

from συμφωνέω; accordance: concord.

English (Thayer)

συμφωνησεως, ἡ (συμφωνέω), concord, agreement: πρός τινα, with one, 2 Corinthians 6:15. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ συμφωνῶ
συμφωνητικό, συμβόλαιο
αρχ.
1. συμφωνία
2. (ειδικά) γραμμ. συνίζηση («συμφώνησίς ἐστιν, ὁπόταν δύο [συλλαβαὶ] σύμφωνα μεταξὺ ἀλλήλων μὴ ἔχουσαι ἀντὶ μιᾱς παραλαμβάνονται», Ανέκδ. Κραμήρου).

Greek (Liddell-Scott)

συμφώνησις: -εως, ἡ, συμφωνία, Ἐκκλ.· συμβόλαιον, συμφωνητικόν, Βυζ. ΙΙ. = συνίζησις, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 326.

Chinese

原文音譯:sumfènhsij 沁-賀尼西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-聲音的
字義溯源:一致,同意,相和諧;源自(συμφωνέω)=協調),而 (συμφωνέω)出自(σύμφωνος)=和諧), (σύμφωνος)又由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(φωνή)*=聲音)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 相和偕(1) 林後6:15

French (New Testament)

εως (ἡ) accord
συμφωνέω