ἀντίπους
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. οδος, with the feet opposite, στὰς ἀ., of one at the Antipodes, Pl. Ti.63a; so ἀ. ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὑτῷ Arist. Cael.308b20, cf. Eratosth.16.19; οἱ ἀ. the Antipodes, Str. 1.1.13, Cleom.1.2, Cic.Acad.Pr.2.39.123, Plu.2.869c.
Spanish (DGE)
-ουν
1 situado en los antípodas στὰς ἀ. Pl.Ti.63a, cf. Eratosth.16.19, Luc.Nau.44, Ach.Tat.Intr.Arat.29, 31
•subst. οἱ ἀ. los antípodas Pythag.B 1a, Cleom.1.2.12, Cic.Acad.2.123, Plin.HN 4.90, Luc.Demon.22, Isid.Etym.9.2.133.
2 irón. plu. que no ven el sol porque duermen de día, Seneca Ep.122.3.
German (Pape)
[Seite 259] οδος, mit entgegengekehrten Füßen, Plat. Tim. 63 a; οἱ ἀντίποδες, die Gegenfüßler, Plut. fac. orb. lun. 7; Cic. Acad. II, 39.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν, gén. -ποδος
qui a les pieds opposés aux nôtres ; οἱ ἀντίποδες les antipodes.
Étymologie: ἀντί, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίπους: ποδος adj. обращенный ногами в противоположную сторону (Plat., Arst.; см. ἀντίποδες).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον μέρος τῆς σφαίρας πατῶν, ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, πολλάκις ἂν στὰς ἀντίπους ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι Πλάτ. Τίμ. 63Α· οὕτως, ἀντίπους ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὐτῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 4· οἱ ἀντίποδες, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Στράβ. 15, Κικ. Acad. Pr. 2. 39, Πλούτ. 2. 869C. Πρβλ. ἀντίχθων 2, περίοικος ΙΙΙ.