διϊχνεύω
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
track out, Plb.4.68.3, Opp.H.3.37.
Spanish (DGE)
recorrer siguiendo un rastro c. ac. δολιχὸν πόρον Opp.H.3.37, c. giro prep. περὶ τὰς προνομείας Plb.4.68.3.
Greek Monolingual
διιχνεύω (Α) ιχνεύω
ανιχνεύω σε όλη την έκταση, αναζητώ με επιμονή όπως ο σκύλος τα ίχνη.
Russian (Dvoretsky)
διϊχνεύω: выслеживать, разведывать (περί τινος Polyb.).
German (Pape)
durchspüren; Pol. 4.68.3; Opp. Hal. 3.37.