ἀνάπνευσις

From LSJ
Revision as of 17:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπνευσις Medium diacritics: ἀνάπνευσις Low diacritics: ανάπνευσις Capitals: ΑΝΑΠΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: anápneusis Transliteration B: anapneusis Transliteration C: anapnefsis Beta Code: a)na/pneusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A recovery of breath: respite from, ὀλίγη δέ τ' ἀνάπνευσις πολέμοιο Il.11.801, 16.43. II breathing in, ὕδατος, of fishes, Pl. Ti.92b; inhalation, opp. ἔκπνευσις, Arist.HA492b8.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀμπ- Q.S.11.438
I respiro, reposo πολέμοιο Il.11.801, 16.43, Q.S.l.c., οὐδέ τις ἦεν ἀνάπνευσις μογέοντι A.R.2.474.
II 1inspiración, acción de inspirar op. ἔκπνευσις Arist.HA 492b8
medic. inhalación ἀ. ποιέειν Hp.Morb.3.3.
2 respiraciónἀνάπνευσις ψόφον τινὰ παρέχει Arist.Pr.904b12
c. gen. ὕδατος de los peces, Pl.Ti.92b, τοῦ ἀέρος M.Ant.6.15.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de reprendre haleine, de se reposer de.
Étymologie: ἀναπνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπνευσις: εως ἡ
1 вдыхание, вдох Plat., Arst.;
2 передышка, отдых (ὀλίγη ἀ. πολέμοιο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπνευσις: -εως, ἡ, (ἀναπνέω) ἀνάκτησις ἀναπνοῆς, ἀνακούρισις, ἀνάπαυλα ἀπό…, ὀλίγη δὲ τ’ ἀνάπνευσις πολέμοιο Ἰλ. Δ. 801, Π. 43, ΙΙ. εἰσπνοή, Πλάτ. Τίμ. 92B· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔκπνευσις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7.

English (Autenrieth)

(ἀναπνέω): recovering of breath, respite; πολέμοιο, ‘from fighting.’ (Il.)

Greek Monolingual

ἀνάπνευσις (-εως), η (Α)
1. ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα
2. αναπνοή
3. εισπνοή (αντίθ. του ἔκπνευσις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνεύσιμος].

Greek Monotonic

ἀνάπνευσις: -εως, ἡ (ἀναπνέω), ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀναπνέω
recovery of breath, respite from a thing, c. gen., Il.

German (Pape)

ἡ, das Aufatmen, Atemholen, Arist. Gew. das Verschnaufen, die Erholung, πολέμου, Kriegesraft, Il. 11.801, 16.43, 18.201; Ap.Rh. 2.474.