Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιρραπίζω

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρᾰπίζω Medium diacritics: ἐπιρραπίζω Low diacritics: επιρραπίζω Capitals: ΕΠΙΡΡΑΠΙΖΩ
Transliteration A: epirrapízō Transliteration B: epirrapizō Transliteration C: epirrapizo Beta Code: e)pirrapi/zw

English (LSJ)

A smite, τινὰ κατὰ κόρρης Aristaenet.1.4; ἐ. τὸ πῦρ beat it out, D.H.1.59.
2. metaph., rebuke, Diog.Bab.Stoic.3.221 (Pass.), Sosicr. ap. Ath.10.422c, Herm.in Phdr.p.85A.
3. Pass., to be checked, of motion, Olymp.in Mete.24.20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρᾰπίζω: ῥαπίζω, κτυπῶ, τινὰ κατὰ κόρρης Ἀρισταίν. 1. 4· ἐπ. τὸ πῦρ (ἴσως ἐπιρραντίζειν) Διον. Ἁλ. 1. 59. 2) μεταφ., ἐπιπλήττω, Ἀθήν. 168F, 422C.

Greek Monolingual

ἐπιρραπίζω (AM) ραπίζω
ραπίζω, χτυπώ με ραβδί
μσν.
στηλιτεύω, χτυπώ
αρχ.
1. «ἐπιρραπίζω τὸ πῡρ» — σβήνω τη φωτιά με ραβδισμούς
2. μτφ. επιπλήττω, ονειδίζω («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», Αθήν.)
3. χτυπώ με ειρωνεία, ειρωνεύομαι
4. παθ. (για κίνηση) αναστέλλομαι.

German (Pape)

mit der Rute schlagen, peitschen, überhaupt schlagen, τινὰ κατὰ κόρρης Aristaen. 1.4; – übertragen, mit Worten strafen, schelten, tadeln, Ath. IV.168f und öfter. – Bei Dion.Hal. 1.54 ἀλώπεκα τὴν οὐρὰν διάβροχον ἐκ τοῦ ποταμοῦ φέρουσαν ἐπιρραπίζειν τὸ καιόμενον πῦρ, hineinschlagen und das Feuer dadurch ersticken.