ὑποτονθορύζω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
(sts. incorrectly written ὑποτονθορίζω, as in Lib.Decl.43.60), murmur in an undertone, Luc.Merc.Cond.26, Bis Acc.4, al., Agath.4.7; ἐπῳδήν Luc.Nec.7.
French (Bailly abrégé)
murmurer, grommeler : ὑπ. ἐπῳδήν LUC murmurer une incantation.
Étymologie: ὑπό, τονθορύζω.
German (Pape)
leise, sachte murmeln, brummen, Luc. Necyom. 7, merc.cond. 26 und öfter, und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
ὑποτονθορύζω: бормотать, цедить сквозь зубы: ὑ. τὴν ἐπῳδήν Luc. бормотать заклинание.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτονθορύζω: (συχνάκις φέρεται ἡμαρτημένως -ίζω), τονθυρύζω, ψιθυρίζω χαμηλοφώνως, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Δὶς Κατηγ. 4, κλπ.· τι, διά τι πρᾶγμα, ἅμα καὶ τὴν ἐπῳδὴν ἐκείνην ὑποτονθορύσας ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7· ἤδη ὑπετονθόρυζον καὶ ἤδη ἡ φωνὴ ἐς τὸ σαφέστερον διεκρίνετο Ἀγαθ. Ἱστ. σ. 144Β.
Greek Monolingual
Ν
βλ. υποτονθορίζω.
Greek Monotonic
ὑποτονθορύζω: ψιθυρίζω χαμηλόφωνα, σε Λουκ.