ἀποπάσχω

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπάσχω Medium diacritics: ἀποπάσχω Low diacritics: αποπάσχω Capitals: ΑΠΟΠΑΣΧΩ
Transliteration A: apopáschō Transliteration B: apopaschō Transliteration C: apopascho Beta Code: a)popa/sxw

English (LSJ)

opp. πάσχω, a Stoic term, reject an impression, ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί Arr.Epict.1.28.3.

Spanish (DGE)

rechazar una impresión, dejar de sentir ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστίν Arr.Epict.1.28.3.

German (Pape)

[Seite 318] (s. πάσχω), bei den Stoikern als Gegensatz von πάσχω, sich vorstellen, daß etwas nicht sei, was doch ist, z. B. ἀπόπαθε, ὅτι ἡμέρα ἐστι, stelle dir vor, daß nicht Tag sei, Arr. Epict. 1, 28, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπάσχω: ἀντίθ. τῷ πάσχω, Στωϊκὸς ὅρος, φαντάζομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει τι, ἐνῷ πράγματι ὑπάρχει, ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί, φαντάσθητι ὅτι δὲν εἶναι ἡμέρα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 28, 3.

Greek Monolingual

ἀποπάσχω (Α)
(όρος των Στωικών) απορρίπτω, αποβάλλω μια εντύπωση, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει κάτι.