χορῳδία
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἡ, choral song, opp. μονῳδία, Pl.Lg.764e.
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, Chorgesang, Gegensatz von μονῳδία, Plat. Legg. VI, 764 e u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
χορῳδία: ἡ хоровое пение Plat.
Greek (Liddell-Scott)
χορῳδία: ἡ, ᾠδὴ ἐν χορῷ ἀντίθετον τῷ μονῳδία, Πλάτ. Νόμ. 764Ε.
Greek Monolingual
η / χορῳδία, ΝΜΑ χορῳδῶ
άσμα που άδεται από χορό, χορικό άσμα
νεοελλ.
σύνολο τραγουδιστών που εκτελούν μια μουσική σύνθεση.