χορῳδία

From LSJ
Revision as of 12:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορῳδία Medium diacritics: χορῳδία Low diacritics: χορωδία Capitals: ΧΟΡΩΔΙΑ
Transliteration A: chorōidía Transliteration B: chorōdia Transliteration C: chorodia Beta Code: xorw|di/a

English (LSJ)

ἡ, choral song, opp. μονῳδία, Pl.Lg.764e.

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, Chorgesang, Gegensatz von μονῳδία, Plat. Legg. VI, 764 e u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

χορῳδία:хоровое пение Plat.

Greek (Liddell-Scott)

χορῳδία: ἡ, ᾠδὴ ἐν χορῷ ἀντίθετον τῷ μονῳδία, Πλάτ. Νόμ. 764Ε.

Greek Monolingual

η / χορῳδία, ΝΜΑ χορῳδῶ
άσμα που άδεται από χορό, χορικό άσμα
νεοελλ.
σύνολο τραγουδιστών που εκτελούν μια μουσική σύνθεση.