ἐπιφυλλίς

From LSJ
Revision as of 14:41, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφυλλίς Medium diacritics: ἐπιφυλλίς Low diacritics: επιφυλλίς Capitals: ΕΠΙΦΥΛΛΙΣ
Transliteration A: epiphyllís Transliteration B: epiphyllis Transliteration C: epifyllis Beta Code: e)pifulli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (φύλλον) small grapes left for gleaners, AP6.191 (Corn. Long.), LXX La.2.20; interpol. in Dsc.4.142: metaph., of poetasters, Ar.Ra.92, cf. Sch. ad loc., D.H.Rh.10.18.

German (Pape)

[Seite 1001] ίδος, ἡ, die kleine Traube, μικρὸν βοτρύδιον Suid., die von den Blättern, φύλλον, bedeckt ist, Schol. Ar. Ran. 92, bei der Weinlese übersehen wird u. für den Nachleser sitzen bleibt, Diosc.; Corn. Long. 1 (VI, 191); übertr., Ar. Ran. 92, καὶ στωμύλματα, von schlechten Dichtern, die man nur als schlechte Nachlesetrauben ansehen kann; nachgebildet D. Hal. rhet. 10, 18 τραγήματα τῶν λόγων καὶ ἐπιφ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
grapillon ; fig. mauvaise poésie, morceau de rebut, méchante grapaille ; en parl. des auteurs eux-mêmes méchant poète, méchant écrivain.
Étymologie: ἐπί, φύλλον.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφυλλίς: ίδος ἡ
1 виноград, оставляемый в поле после сбора, т. е. виноградные отбросы Anth.;
2 ирон. pl. скверные вирши, мазня, перен. жалкие стихотворцы, виршеплеты Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφυλλίς: -ίδος, ἡ, (φύλλον): ἐπιφυλλίδες, αἱ, τὰ μετὰ τὸν τρυγητὸν ἀπολειφθέντα, ἐπὶ τῶν κλημάτων μικρὰ βοτρύδια, κοινῶς «ἐπανωστάφυλα», Ἀνθ. Π. 6. 191, Διοσκ. 4. 144, Ἑβδ. (Θρῆνοι Β΄, 20)· ἐντεῦθεν ὁ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 92 καλεῖ τοὺς μηδαμινοὺς καὶ ἀναξίους ποιητὰς ἐπιφυλλίδας, ἴδε Σχολ. καὶ πρβλ. Διον. Ἁλ. ἐν Ρητορ. 10, 18.

Greek Monotonic

ἐπιφυλλίς: -ίδος, ἡ (φύλλον), μικρές ρώγες που έχουν μείνει για απομάζωμα, σε Ανθ.· απ' όπου, ο Αριστοφ. ονομάζει τους ανάξιους ποιητές ἐπιφυλλίδες, δηλ. μηδαμινά απομαζώματα.

Middle Liddell

ἐπι-φυλλίς, ίδος φύλλον
the small grapes left for gleaners, Anth.: hence, Ar. calls poetasters ἐπιφυλλίδες, mere gleanings.

Mantoulidis Etymological

ἡ (πληθ.=τά σταφύλια πού μένουν μετά τόν τρύγο, μηδαμινότης). Σύνθετο ἀπό τό ἐπί + φύλλον.