ἐπιφυλλίς

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφυλλίς Medium diacritics: ἐπιφυλλίς Low diacritics: επιφυλλίς Capitals: ΕΠΙΦΥΛΛΙΣ
Transliteration A: epiphyllís Transliteration B: epiphyllis Transliteration C: epifyllis Beta Code: e)pifulli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (φύλλον) small grapes left for gleaners, AP6.191 (Corn. Long.), LXX La.2.20; interpol. in Dsc.4.142: metaph., of poetasters, Ar.Ra.92, cf. Sch. ad loc., D.H.Rh.10.18.

German (Pape)

[Seite 1001] ίδος, ἡ, die kleine Traube, μικρὸν βοτρύδιον Suid., die von den Blättern, φύλλον, bedeckt ist, Schol. Ar. Ran. 92, bei der Weinlese übersehen wird u. für den Nachleser sitzen bleibt, Diosc.; Corn. Long. 1 (VI, 191); übertr., Ar. Ran. 92, καὶ στωμύλματα, von schlechten Dichtern, die man nur als schlechte Nachlesetrauben ansehen kann; nachgebildet D. Hal. rhet. 10, 18 τραγήματα τῶν λόγων καὶ ἐπιφ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
grapillon ; fig. mauvaise poésie, morceau de rebut, méchante grapaille ; en parl. des auteurs eux-mêmes méchant poète, méchant écrivain.
Étymologie: ἐπί, φύλλον.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφυλλίς: ίδος ἡ
1 виноград, оставляемый в поле после сбора, т. е. виноградные отбросы Anth.;
2 ирон. pl. скверные вирши, мазня, перен. жалкие стихотворцы, виршеплеты Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφυλλίς: -ίδος, ἡ, (φύλλον): ἐπιφυλλίδες, αἱ, τὰ μετὰ τὸν τρυγητὸν ἀπολειφθέντα, ἐπὶ τῶν κλημάτων μικρὰ βοτρύδια, κοινῶς «ἐπανωστάφυλα», Ἀνθ. Π. 6. 191, Διοσκ. 4. 144, Ἑβδ. (Θρῆνοι Β΄, 20)· ἐντεῦθεν ὁ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 92 καλεῖ τοὺς μηδαμινοὺς καὶ ἀναξίους ποιητὰς ἐπιφυλλίδας, ἴδε Σχολ. καὶ πρβλ. Διον. Ἁλ. ἐν Ρητορ. 10, 18.

Greek Monotonic

ἐπιφυλλίς: -ίδος, ἡ (φύλλον), μικρές ρώγες που έχουν μείνει για απομάζωμα, σε Ανθ.· απ' όπου, ο Αριστοφ. ονομάζει τους ανάξιους ποιητές ἐπιφυλλίδες, δηλ. μηδαμινά απομαζώματα.

Middle Liddell

ἐπι-φυλλίς, ίδος φύλλον
the small grapes left for gleaners, Anth.: hence, Ar. calls poetasters ἐπιφυλλίδες, mere gleanings.

Mantoulidis Etymological

ἡ (πληθ.=τά σταφύλια πού μένουν μετά τόν τρύγο, μηδαμινότης). Σύνθετο ἀπό τό ἐπί + φύλλον.