εἰσοχή
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ἡ, (εἰσέχω) hollow, recess, opp. ἐξοχή, Str.2.5.22 (pl.), cf. 12.2.4 (pl.); of intaglios, κατ' εἰσοχήν, opp. κατ' ἐξοχήν, Stoic.1.108.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Str.2.5.22
entrante, cavidad, depresión op. ἐξοχή: en una costa μικρὰς ἔχει ἐσοχάς τε καὶ ἐξοχάς Str.l.c., cf. 17.1.36, Procl.in Ti.1.181.4, en una roca Str.12.2.4, negado de una pintura a dif. de la escultura οὐκέτι δὲ σώζει τὰς εἰσοχὰς καὶ τὰς ἐξοχάς Origenes Comm.in Mt.10.11, ὥσπερ ἐν σώματι τὰς ἐξοχάς τε καὶ εἰσοχάς Gr.Naz.M.35.900B, ἡ τύπωσις κατὰ εἰσοχήν τε καὶ ἐξοχήν el grabado en hueco o en relieve Cleanth.Stoic.1.108, cf. Them.in PN 5.7, ἵνα μὴ ταῖς ἐξοχαῖς καὶ εἰσοχαῖς ἡ τραχύτης ἀνωμαλίας αἰτία γίνηται Procl.in R.1.290, cf. Simp.in de An.143.13, in Cael.409.15, αἱ γοῦν γραφαὶ τῇ μὲν ὄψει δοκοῦσιν εἰσοχὰς καὶ ἐξοχὰς ἔχειν las pinturas parecen a la vista tener entrantes y salientes e.d. producen el efecto de relieve y profundidad S.E.P.1.92, cf. Alex.Aphr.de An.71.18.
German (Pape)
[Seite 745] ἡ, die Vertiefung, im Gegensatz von ἐξοχή, Strab. 2, 5, 22; Sext. Emp. adv. math. 8, 402 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
anc. att. ἐσοχή;
éloignement d'un objet en peinture.
Étymologie: εἰς, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσοχή: ἡ углубление или выемка (εἰ. καὶ ἐξοχή Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοχή: ἡ, (εἰσέχω) κοιλότης, κοίλωμα, ἀντίθ. τῷ ἐξοχή, Στράβων 125. 536, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 70, κτλ.
Greek Monolingual
η
βλ. εσοχή.
Greek Monotonic
εἰσοχή: ἡ (εἰσέχω), κοιλότητα, βαθούλωμα, σε Στράβ.