ὀλβίζω

From LSJ
Revision as of 10:42, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβίζω Medium diacritics: ὀλβίζω Low diacritics: ολβίζω Capitals: ΟΛΒΙΖΩ
Transliteration A: olbízō Transliteration B: olbizō Transliteration C: olvizo Beta Code: o)lbi/zw

English (LSJ)

fut. -ιῶ E.Hel.228 : aor. ὤλβισα S.Fr.646.1, etc. :—Pass. (v. infr.) :—make happy, E.Ph.1689, Hel.l.c.(lyr.); deem or pronounce happy, A.Ag.928, S.OT1529, etc. :—Pass., to be or be deemed happy, τίς δ' οἶκος . . ὠλβίσθη ποτέ; Id.Fr.942; οἱ τὰ πρῶτ' ὠλβισμένοι E.IA 51; μέγα ὀλβισθείς Id.Tr.1253 (anap.).

German (Pape)

[Seite 318] (glücklich machen), glücklich preisen, wie μακαρίζω; Aesch. Ag. 902; Soph. O. R. 1529; ἐνεγκὼν τἀπινίκια ὠλβίζετο, El. 683; oft Eur., οἱ τὰ πρῶτ' ὠλβισμένοι I. A. 51, μέγα ὀλβισθείς Troad. 1253; Ar. Th. 18; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ao. ὤλβισα, pf. inus.
1 rendre heureux;
2 regarder comme heureux.
Étymologie: ὄλβος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβίζω:
1 делать счастливым, давать блаженство (ἓν ἦμάρ μ᾽ ὤλβισ᾽, ἓν δ᾽ ἀπώλεσεν Eur.);
2 считать счастливым (μηδένα Soph.): οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι Eur. слывущие самыми счастливыми.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: ἀόρ. ὤλβισα Τραγ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Καθιστῶ τινα ὄλβιον, εὐδαίμονα, Εὐρ. Φοίν. 1689, Ἑλ. 228· ― μακαρίζω, «καλοτυχίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 928, Σοφ. Ο. Τ. 1529, κτλ.· ― εἶμαι ἢ θεωροῦμαι ὄλβιος, μακάριος, τίς δ’ οἶκος.. ὠλβίσθη ποτέ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 679· οἱ τὰ πρῶτ’ ὠλβισμένοι Εὐρ. Ι. Α. 51· μέγα ὀλβισθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1253.

Greek Monotonic

ὀλβίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὤλβισα (ὄλβιος)· κάνω κάποιον ευτυχισμένο, σε Ευρ.· θεωρώ ότι είμαι ή δηλώνω ότι είμαι ευτυχισμένος, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., είμαι ή θεωρούμαι ευτυχής, μτχ. παρακ. ὠλβισμένοι, σε Ευρ.· μτχ. αορ. αʹ ὀλβισθείς, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀλβίζω, ὄλβιος
to make happy, Eur.:— to deem or pronounce happy, Aesch., Soph., etc.:—Pass. to be or be deemed happy, perf. part. ὠλβισμένοι Eur.; aor1 part. ὀλβισθείς Eur.