Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βραχυχρόνιος

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠχρόνιος Medium diacritics: βραχυχρόνιος Low diacritics: βραχυχρόνιος Capitals: ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: brachychrónios Transliteration B: brachychronios Transliteration C: vrachychronios Beta Code: braxuxro/nios

English (LSJ)

βραχυχρόνιον, of brief duration, γένος Pl. Ti.75c (Comp.); τὸ β. τοῦ βίου Plu.2.107a.

Spanish (DGE)

-ον
de corta duración γένος Pl.Ti.75c, καῦσος ... καὶ περιπνευμονία βραχυχρόνιον ἔχουσιν τὴν ἀρχήν Gal.9.561, cf. 15.794
subst. τὸ βραχυχρόνιον = brevedad τοῦ βίου Plu.2.107a, τοῦ καιροῦ Gal.17(2).347.

German (Pape)

[Seite 463] von geringer Zeitdauer, kurz lebend, γένος Plat. Tim. 75 c; τὸ β, τοῦ βίου, Kürze des Lebens, Plut. cons. Apoll. p. 329.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de peu de durée ; τὸ βραχυχρόνιον courte durée.
Étymologie: βραχύς, χρόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχυχρόνιος -ον βραχύς, χρόνιος kortstondig, met kort bestaan.

Russian (Dvoretsky)

βραχυχρόνιος: кратковременный, недолговечный (γένος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠχρόνιος: -ον, ὁ ἐπ’ ὀλίγον χρόνον διαρκῶν, Πλάτ. Τιμ. 75Β· τὸ βρ. Πλούτ. 2. 107Α.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM βραχυχρόνιος, -ον)
σύντομης διάρκειας, ολιγοχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -χρόνιος < χρόνος (πρβλ. μακροχρόνιος, πολυχρόνιος)].