καταπομπεύω
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
scoff at, τινος Luc.Am.37.
German (Pape)
[Seite 1371] großprahlen gegen Einen, τινός, Luc. amor. 37.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπομπεύω [καταπομπή] bespotten, met gen.
Russian (Dvoretsky)
καταπομπεύω: вызывающе хвалиться: κ. τινός Luc. хвастаться перед кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
καταπομπεύω: ἐμπαίζω, χλευάζω, τινὸς Λουκ. Ἔρωτες 37· πρβλ. πομπεύω.
Greek Monolingual
καταπομπεύω (Α)
εμπαίζω, χλευάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πομπεύω «περιγελώ, εμπαίζω»].