κανόνισμα

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνόνισμα Medium diacritics: κανόνισμα Low diacritics: κανόνισμα Capitals: ΚΑΝΟΝΙΣΜΑ
Transliteration A: kanónisma Transliteration B: kanonisma Transliteration C: kanonisma Beta Code: kano/nisma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A ruler, AP6.295 (Phan.).
II grammatical rule, Eust.439.26.

German (Pape)

[Seite 1321] τό, p. = κανών, Lineal, φιλόρθιον σελίδων Phani. 3 (VI, 295). Bei den Gramm. Declination u. Conjugation.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανόνισμα -ατος, τό [κανονίζω] liniaal, meetlat.

Greek Monolingual

το (AM κανόνισμα) κανονίζω
νεοελλ.
διακανονισμός, διευθέτηση
μσν.
γραμματικός κανόνας για την κλίση ή ονόματος ή ρήματος
αρχ.
χάρακας.

Greek Monotonic

κᾰνόνισμα: -ατος, τό, = κανών I. 3, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνόνισμα: τό, _ κανὼν Ι. 3, Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙ. = κανὼν ΙΙ. Εὐστ. Πονημάτ. 21. 37· γραμματικὸς κανών, ὁ αὐτ. εἰς Ἰλ. 439. 26.

Middle Liddell

κᾰνόνισμα, ατος, τό, = κανών I. 3, Anth.]