κάθαιμος
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
ον, bloody, τραύματα, σῖτα, E.IT1374, prob. in HF383 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1279] blutig, mit Blut befleckt; τραύματα Eur. I. T. 1374; σῖτα Herc. Fur. 384.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout sanglant.
Étymologie: κατά, αἷμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάθαιμος -ον [κατά, αἷμα] bloedig.
Russian (Dvoretsky)
κάθαιμος:
1 покрытый кровью, окровавленный (τραύματα Eur.);
2 кровавый (σῖτα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
κάθαιμος: -ον, πλήρης αἵματος ἢ αἱμάτων, «αἱματωμένος», τραύματα, σῖτα Εὐρ. Ι. Τ. 1374, Ἡρ. Μαιν. 384.
Greek Monolingual
κάθαιμος, -ον (Α)
γεμάτος αίματα, καταματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. έναιμος, σύναιμος].
Greek Monotonic
κάθαιμος: -ον (αἷμα), καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.