κορυζώδης
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
κορυζώδες, suffering from catarrh, ἀπὸ κεφαλῆς Hp.Epid. 6.3.3, cf. 2.3.11.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠζώδης: -ες, πάσχων ἐκ κορύζης, κατάρρου, ἀπὸ κεφαλῆς Ἱππ. Ἐπιδημ. 1175Α.
Greek Monolingual
κορυζώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που έχει συνάχι, που πάσχει από ρινικό κατάρρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -ώδης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυζώδης -ες [κόρυζα] verkouden.
German (Pape)
ες, schnupfig, Hippocr.