θρεπτέος
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
α, ον, (τρέφω)
A to be fed, nurtured, metaph., γυμναστικῇ Pl.R. 403c.
II θρεπτέον one must feed, keep, Id.Ti.19a, X.Lac.9.5.
2 (from Pass.) ἢ ἐργαστέον ἢ ἀπὸ τῶν εἰργασμένων θρεπτέον one must live on what has been earned, Id.Eq.Mag.8.8.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de τρέφω.
Greek Monotonic
θρεπτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του τρέφω, αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.
II. 1. θρεπτέον, αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.
2. από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θρεπτέος: adj. verb. к τρέφω.
Middle Liddell
θρεπτέος, η, ον verb. adj. of τρέφω,]
I. to be fed, Plat.
II. θρεπτέον, one must feed, Xen.
2. from Pass., one must be fed, one must live, Xen.