κορεύομαι

From LSJ
Revision as of 16:06, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορεύομαι Medium diacritics: κορεύομαι Low diacritics: κορεύομαι Capitals: ΚΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: koreúomai Transliteration B: koreuomai Transliteration C: koreyomai Beta Code: koreu/omai

English (LSJ)

Pass., fut. κορευθήσομαι ib.313: (κόρη):—
A pass one's maidenhood, E.l.c.
II to be deflowered, Pherecyd.92 (b) J.

French (Bailly abrégé)

1 vivre en jeune fille Bailly;
2 perdre sa virginité LSJ, d'après Phérécyde.
Étymologie: κόρη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορεύομαι [κόρη] de meisjesjaren doorbrengen.

Russian (Dvoretsky)

κορεύομαι: (fut. κορευθήσομαι) быть (молодой) девушкой: κ. καλῶς Eur. радостно проводить (свои) девичьи годы.

Greek Monolingual

κορεύομαι (Α) κόρη
1. ζω ως κόρη, ως παρθένος, περνώ την παρθενική ηλικία
2. (κατ' άλλους) παντρεύομαι
3. χάνω την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι.

Greek Monotonic

κορεύομαι: μέλ. κορευθήσομαι, Παθ. (κόρη) είμαι παρθένος, διέρχομαι την παρθενική ηλικία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κορεύομαι: μέλλ. κορευθήσομαι· παθ: (κόρη): ― παρθενεύομαι, διέρχομαι τὴν παρθενικὴν ἡλικίαν, κατ’ ἄλλους ὑπανδρεύομαι, Εὐρ. Ἄλκ. 312. ΙΙ. ἀφαιροῦμαι, χάνω τὴν παρθενίαν, ὡς τὸ διακορεύομαι, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 289, ἔνθα ἴδε Buttm.

Middle Liddell

κορεύομαι, κόρη
Pass. to be a maid, grow up to maidenhood, Eur.