κριβανωτός

From LSJ
Revision as of 11:23, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κριβᾰνωτός Medium diacritics: κριβανωτός Low diacritics: κριβανωτός Capitals: ΚΡΙΒΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: kribanōtós Transliteration B: kribanōtos Transliteration C: krivanotos Beta Code: kribanwto/s

English (LSJ)

ή, όν, baked in a κρίβανος, hence κριβανωτός (sc. ἄρτος), ὁ, Alcm.20 (codd. Ath.), Ar.Pl.765; κ. ζῷα Eust.1286.19.

German (Pape)

[Seite 1508] = κριβανίτης; Alcm. bei Ath. III, 114 f; Eust.; Ar. Plut. 765.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cuit dans un four de campagne ; subst.κριβανωτός (ἄρτος) pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.
Étymologie: κρίβανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριβανωτός -ή -όν [κρίβανος] als subst. ὁ κριβανωτός ( sc. ἄρτος) pannenbrood (uit de kribanos).

Russian (Dvoretsky)

κρῑβᾰνωτός: ὁ (sc. ἄρτος) Arph. = κριβανίτης II.

Greek Monolingual

κριβανωτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κλιβανωτός.

Greek Monotonic

κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν = κριβανίτης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· ἐντεῦθεν κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. κριβανίτης)· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.

Middle Liddell

κρῑβᾰνωτός, ή, όν = κριβανίτης, Ar.]