περιποτάομαι
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
poet. for περιπέτομαι, hover about, τὰ δ' ἀεὶ ζῶντα (sc. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται S. OT482 (lyr.): c. acc., Hld.2.22.
German (Pape)
[Seite 589] poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
c. περιπέτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ποτάομαι vliegen rondom.
Russian (Dvoretsky)
περιποτάομαι: летать вокруг, облетать (τι Soph.).
Greek Monotonic
περιποτάομαι: ποιητ. αντί -πέτομαι, πετώ ολόγυρα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περιποτάομαι: ποιητ. ἀντὶ περιπέτομαι, περιίπταμαι, πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.