καταστοχασμός
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
English (LSJ)
ὁ, conjecture, D.S.1.37.
German (Pape)
ὁ, das Erzielen, Erraten, die Mutmaßung, DS. 1.37.
Russian (Dvoretsky)
καταστοχασμός: ὁ предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.
Greek Monolingual
καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.