λοιβεῖον
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
τό, cup for pouring libations, Plu. Aem.33, Marc.2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour les libations.
Étymologie: λοιβή.
German (Pape)
τό, Gefäß zum Trankopfer, wie λοιβάσιον, Plut. Marcell. 2; Poll. 10.65 macht denselben Unterschied, der unter λοιβάσιον aufgeführt ist.
Russian (Dvoretsky)
λοιβεῖον: τό культ. сосуд для возлияний Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λοιβεῖον: τό, ἀγγεῖον πρὸς σπονδὴν χρησιμεῦον, Πλουτ. Αἰμ. 33, Μάρκελλ. 2· «σπονδεῖον, ᾧ τὸν οἶνον ἐπισπένδεις, καὶ λοιβεῖον, ᾧ τοὔλαιον» Πολυδ. Ι΄, 65.
Greek Monolingual
λοιβεῖον, τὸ (Α) λοιβή
αγγείο για σπονδή («ἀργυρᾱ λοιβεῖα... τοῖς θεοῖς καθιέρωσεν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
λοιβεῖον: τό, αγγείο που χρησίμευε στις σπονδές, σε Πλούτ.
Middle Liddell
λοιβεῖον, ου, τό,
a cup for pouring libations, Plut. [from λοιβή