μαγαδίζω

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγᾰδίζω Medium diacritics: μαγαδίζω Low diacritics: μαγαδίζω Capitals: ΜΑΓΑΔΙΖΩ
Transliteration A: magadízō Transliteration B: magadizō Transliteration C: magadizo Beta Code: magadi/zw

English (LSJ)

A play the μάγαδις, Theophil.7.
II of a choir, sing a succession of notes in octaves, μ. ἐν τῇ διὰ πασῶν συμφωνίᾳ Arist.Pr. 921a12, cf. 918b40.

German (Pape)

die μάγαδις spielen, τὸ τῇ μαγάδι διαψάλλειν, Ath. XIV.635a. Bei Arist. Probl. 19.18 = die Oktave angeben, spielen, weil die Saiten der μάγαδις im Tonverhältnis der Oktave zu einander gestimmt waren.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγᾰδίζω: муз. играть в интервале октавы Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μαγᾰδίζω: τῇ μαγάδει διαψάλλω (ἴδε μάγαδις), Θεόφιλ. ἐν «Νεοπτολέμῳ» 2· ἴδε μάγαδις.

Greek Monolingual

μαγαδίζω (Α) μάγαδις
1. παίζω το μουσικό όργανο μάγαδις
2. παίζω, συνοδεύω κάποιον, συμψάλλω στον διαπασών τόνο, επειδή οι χορδές της μαγάδιδος ήταν χορδισμένες μεταξύ τους κατά οκτώ τόνους ή κατά μία οκτάβα («μαγαδίζειν ἐν τῇ διαπασῶν συμφωνίᾳ», Αριστοτ.).