νυκτερευτικός

From LSJ
Revision as of 14:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγοςreceive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερευτικός Medium diacritics: νυκτερευτικός Low diacritics: νυκτερευτικός Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nyktereutikós Transliteration B: nyktereutikos Transliteration C: nyktereftikos Beta Code: nuktereutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for hunting by night, κύνες X.Mem.3.11.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser la nuit.
Étymologie: νυκτερεύω.

German (Pape)

zu nächtlichen Verrichtungen, bes. zu Jagden bei Nacht geschickt, κύνες, Xen. Mem. 3.11.8.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτικός: пригодный для ночной охоты (κύων Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, κύων Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.

Greek Monolingual

νυκτερευτικός, -ή, -όν (Α) νυκτερεύω
κατάλληλος για νυχτερινό κυνήγι («νυκτερευτικοὶ κύνες, Ξεν.).

Greek Monotonic

νυκτερευτικός: -ή, -όν, κατάλληλος για κυνήγι τη νύχτα, σε Ξεν.

Middle Liddell

νυκτερευτικός, ή, όν
fit for hunting by night, Xen.