ἀμαύρωμα
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ατος, τό, A obscuration, of sun, Plu.Caes.69. 2 dimness of sight, Mnesith. ap. Orib.4.4.2.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 oscurecimiento del sol, Plu.Caes.69.
2 debilidad de la vista, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
obscurcissement.
Étymologie: ἀμαυρόω.
German (Pape)
τό, Verdunkelung, ὀφθαλμῶν Medic.; überhaupt Schwächung, Plut. Anton. 71.
Russian (Dvoretsky)
ἀμαύρωμα: ατος τό затмение, помрачение, потускнение (τῆς αὐγῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαύρωμα: -ατος, τό, ἀμαύρωσις, ἐπισκότισις, περὶ τοῦ ἡλίου, Πλουτ. Καῖσ. 69.
Greek Monolingual
το (Α ἀμαύρωμα)
νεοελλ.
κηλίδωση, σπίλωση της φήμης, του ονόματος
αρχ.
(για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ
βλ. ἀμαυρώνω].
Greek Monotonic
ἀμαύρωμα: -ατος, τό (ἀμαυρόομαι), αμαύρωση, επισκότηση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from ἀμαυρόομαι]
obscuration, Plut.