ἀμαύρωμα

From LSJ
Revision as of 15:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαύρωμα Medium diacritics: ἀμαύρωμα Low diacritics: αμαύρωμα Capitals: ΑΜΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: amaúrōma Transliteration B: amaurōma Transliteration C: amayroma Beta Code: a)mau/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, A obscuration, of sun, Plu.Caes.69. 2 dimness of sight, Mnesith. ap. Orib.4.4.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 oscurecimiento del sol, Plu.Caes.69.
2 debilidad de la vista, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obscurcissement.
Étymologie: ἀμαυρόω.

German (Pape)

τό, Verdunkelung, ὀφθαλμῶν Medic.; überhaupt Schwächung, Plut. Anton. 71.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαύρωμα: ατος τό затмение, помрачение, потускнение (τῆς αὐγῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαύρωμα: -ατος, τό, ἀμαύρωσις, ἐπισκότισις, περὶ τοῦ ἡλίου, Πλουτ. Καῖσ. 69.

Greek Monolingual

το (Α ἀμαύρωμα)
νεοελλ.
κηλίδωση, σπίλωση της φήμης, του ονόματος
αρχ.
(για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ
βλ. ἀμαυρώνω].

Greek Monotonic

ἀμαύρωμα: -ατος, τό (ἀμαυρόομαι), αμαύρωση, επισκότηση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀμαυρόομαι]
obscuration, Plut.