ὑφάω
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
English (LSJ)
[ῠ], poet. for ὑφαίνω, αἱ δ' ἱστοὺς ὑφόωσι Od.7.105, cf. D.P. 1116.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
3ᵉ pl. prés. épq. ὑφόωσι;
c. ὑφαίνω.
German (Pape)
ep. ὑφόω, poet. statt ὑφαίνω, ἱστοὺς ὑφόωσι Od. 7.105.
Russian (Dvoretsky)
ὑφάω: (только 3 л. pl. praes. ὑφόωσι) эп. = ὑφαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφάω: ποιητ. ἀντὶ ὑφαίνω, αἱ δ’ ἱστοὺς ὑφόωσι Ὀδ. Η. 105.
English (Autenrieth)
see ὑφαίνω.
ὑφόωσιν, ipf. iter. ὑφαίνεσκον, aor. 1 ὕφηνα: weave, ἱστόν, ‘at the loom.’ (The Greek loom stood upright, like the Roman loom represented in the cut, or like the Egyptian loom in cut No. 59.) Fig., devise, contrive, as we say ‘spin,’ δόλον, μῆτιν, ι, Od. 4.678.
Greek Monolingual
Α
(επικ.τ.) βλ. υφαίνω.
Greek Monotonic
ὑφάω: ποιητ. αντί ὑφαίνω, Επικ. γʹ πληθ. ὑφόωσι, σε Ομήρ. Οδ.