ἄκμηνος

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκμηνος Medium diacritics: ἄκμηνος Low diacritics: άκμηνος Capitals: ΑΚΜΗΝΟΣ
Transliteration A: ákmēnos Transliteration B: akmēnos Transliteration C: akminos Beta Code: a)/kmhnos

English (LSJ)

ἄκμηνον, fasting from food, four times in Il.19.163,207,320, 346 (expl. by Sch. fr. Aeol. ἄκμη, = ἀσιτία); also in Lyc.672; σίτων Nic.Th.116; δόρποιο Call.Fr.anon.4.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha comido, en ayunas ὁ δ' ἄ. καὶ ἄπαστος Il.19.346, ἄκμηνοι καὶ ἄπαστοι ἐκείατο A.R.4.1295, cf. Il.19.207, c. gen. σίτοιο Il.19.163, πόσιος καὶ ἐδητύος Il.19.320, βορᾶς Lyc.672, σίτων Nic.Th.116, δόρποιο Call.Fr.312.

German (Pape)

[Seite 75] nüchtern, Hom. viermal, Iliad. 1 9, 163 ἄκμηνος σίτοιο, 207 νήστιας ἀκμήνους, 320 κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, 346 ἄκμηνος καὶ ἄπαστος; – Sp. D., z. B. Nic. Th. 116; – vgl. Lehrs Aristarch. p. 311; – ἀκμή soll Aeolisch = ἀσιτία gewesen sein, Scholl. Iliad. 19, 163.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à jeun ; ἄκμηνος πόσιος καὶ ἐδητύος IL qui n'a pris ni boisson ni aliment solide.
Étymologie: ἄκμη.

Russian (Dvoretsky)

ἄκμηνος: не евший, натощак (ἄ. καὶ ἄπαστος Hom.): ἄ. πόσιος καὶ ἐδητύος Hom. без питья и без пищи.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκμηνος: -ον, (οὐχὶ ἀκμηνός, Spitzn. Ἰλ. Τ. 163), νηστεύων, ἀπεχόμενος τροφῆς, ἄκμηνος σίτοιο, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, αὐτόθι 320· ἀπολ. νήστιας ἀκμήνους, αὐτόθι 207· ἄκμηνος καὶ ἄπαστος, αὐτόθι 346· ἐκ τοῦ ἀκμή, ὅπερ λέγεται ὅτι Αἰολιστὶ σημαίνει νηστείαν, ἄλλοι παράγουσιν ἐκ τοῦ καμεῖν.

English (Autenrieth)

without taste (of food or drink); only in T.

Greek Monotonic

ἄκμηνος: -ον, αυτός που νηστεύει, νηστικός, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄκμηνος σίτων, δόρποιο, αυτός που απέχει από την τροφή, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: fasting of (food) (Il., only in T)
Origin: IE [Indo-European] [557] *ḱemh₂- get tired
Etymology: A Scholion on Τ 163 derives it from Aeol. ἄκμα, which Hesychius explains as νηστεία, ἔνδεια. Bechtel Lex. compares κομῶσα γέμουσα H., which would give α privativum and zero grade -κμ-; very uncertain. Further Bq. and Pisani AnFilCl. 5, 93. Fur. 369 compares OGeorg. si-q̇mili hunger etc.; very uncertain. Blanc BSL 94, 1999, 317-338 proposes derivation from *ḱemh₂- (κάμνω) care (for), which gives (though) not (properly) cared for (cf. πολύκμητος); attractive.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
fasting, Il.; c. gen., ἄκμηνος σίτοιο fasting from food, Il.

Frisk Etymology German

ἄκμηνος: {ákmēnos}
Meaning: nicht essend, nüchtern, viermal in T, sonst nur bei hellen. Dichtern.
Etymology: Nach einem Scholion zu Τ 163 von äol. ἄκμα, das von Hesych mit νηστεία, ἔνδεια erklärt wird. Bechtel Lex. vergleicht (nach Fick BB 28, 109) κομῶσα· γέμουσα H.; dann wäre ἄκμα als eine Zusammenbildung von α privativum und der Schwundstufe -κμ- zu betrachten. Sehr unsicher. Noch fraglichere Kombinationen sind bei Bq verzeichnet. Neuer Versuch von Pisani AnFilCl 5, 93.
Page 1,54